Showing posts with label My novel. Show all posts
Showing posts with label My novel. Show all posts

Monday, 20 August 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ............................10

Μπαίνοντας μέσα στο ξενοδοχείο, ανίχνευσε τον χώρο μήπως και την δει. Μύρισε τον αέρα, μήπως και εντοπίσει την οσμή, τα τόσο έντονα ίχνη από το άρωμα της. Όμως ούτε την έβλεπε, ούτε την οσφριζόταν πουθενά. Τι κρίμα. Τόση καύλα και να πάει χαμένη, σκέφτηκε. Θα μπορούσε να ήταν έξω σε κανένα μπαρ. Να ψάχνει για άλλη γκόμενα. Αλλά που να έτρεχε τώρα... Πρώτη μέρα στο Παρίσι ήταν. Κάτι το ταξίδι, κάτι ο ποδαρόδρομος τον είχαν κουράσει. Μόνο εκεί, στο ξενοδοχείο, θα του ερχόταν βολικά και χωρίς πολύ – πολύ ψηστήρι. Πρόσεξε με την άκρη του ματιού του, πως στον ημιόροφο του ξενοδοχείου υπήρχε το κλασσικό μπαρ. Είχε, όπως συνηθίζεται, και γυναίκες. Μπορεί να την συναντούσε εκεί. Ίσως να έβρισκε και κάποια άλλη διαθέσιμη. Άντε, ένα ποτό της καληνύχτας, σκέφτηκε και ανέβηκε με ύφος τα σκαλιά. Πίσω από την μπάρα στεκόταν ένας μπάρ-μαν γύρω στα 30. Μπροστά από αυτήν τρείς κολασμένες τύπισες, με σέξι ρούχα, βαθειά ντεκολτέ, ακάλυπτα κάλλη. Από κοντά τους δύο μπακούρια. Στα σκόρπια τραπέζια δυο – τρία ζευγάρια ή μη, με μεσήλικες που απολάμβαναν την συντροφιά πολύ νεαρότερων κοριτσιών. Η οπτασία, που είχε δει νωρίτερα στον όροφό του, άφαντη, αλλά δεν τον ένοιαζε πολύ πια. Στρογγυλοκάθισε σε ένα σκαμπό, μπροστά από το μπαρ, δίπλα στα κορμιά που επεδείκνυαν απροκάλυπτα την νιότη τους. Έχει γούστο, βίζιτες του ξενοδοχείου θα είναι αυτές, μονολόγησε. Κρίνοντας από το ξανθό πλατινέ και το ντύσιμο, μάλλον ουκρανές ή φερμένες από άλλες χώρες του ανατολικού μπλόκ. -«Ένα τζόνι με κόλα», έγνεψε στον μπαρ –μαν. -«Ορίστε». -«Ευχαριστώ. Να σου πω φιλαράκο...» είπε με ύφος συνωμοτικό στα αγγλικά. «Ψάχνω μια κοπέλα, που μένει εδώ στον τρίτο όροφο του ξενοδοχείου. Μια μουνάρα με κόκκινα μαλλιά. Μήπως πέρασε νωρίτερα;» - «Δεν γνωρίζω ποιά λες», απάντησε ο μπάρμαν, περιέργως σε άπταιστα αγγλικά. -«Έλα αποκλείεται να μην την έχεις προσέξει. Ψηλή, κορμάρα, με μαλλιά μέχρι την μέση. Πολύ καυτή γκόμενα!» -«Δεν έχει τύχει να την δω. Μένει καιρό στο ξενοδοχείο; Πως την λένε;» -«Α, δεν ξέρω. Την πέτυχα σήμερα όταν πρωτοήρθα και ήλπιζα να την ξανασυναντήσω. Για να μην πω να την γαμήσω...αν καταλαβαίνεις τι εννοώ!» -«Χα, τόσες γυναίκες έχει εδώ για αυτόν τον λόγο, δεν σου κάνει καμία;» Γύρισε και κοίταξε καλά τις γκόμενες γύρω του. Μία ήδη έφευγε μαζί με έναν κοιλαρά, για τα ενδότερα...Μια άλλη ξανθιά σταύρωσε τα μακρύκανα πόδια της κάτω από το κατακόκκινο μίνι και άφησε να φανεί καθαρά το επίσης κατακόκκινο εσώρουχό της. Ένα βρακάκι με μια σχισμή στο κέντρο ίσα με φαράγγι. Δεν άφηνε και πολλά στην φαντασία. -«Χμμ. Το «κρέας εισαγωγής» πόσο πάει; Για πλήρες σέτ, φυσικά... Άλλα κόλπα να ξεδώσω καλά, ξέρεις. Πόσα θα γράψει το κοντέρ για να της κάνω ότι γουστάρω;» Ρώτησε με νόημα. -«Ανάλογα με το τί θέλεις...Αν πας, για να τα πάρεις όλα, θα πληρώσεις κάτι παραπάνω, αλλά δεν θα το μετανιώσεις. Με 100 -120 το πολύ, δεν θα θες να ξημερώσει το πρωί». Πουτάνες, σκέφτηκε... Η μάνα μου το ΄λεγε να προσέχω με δαύτες. Ποιός ξέρει τι αρρώστιες κουβαλάνε. Πόσους παίρνουν κάθε βράδυ και πόσα λεφτά ρουφάνε, μαζί με ότι ρουφάνε, γενικώς. Αλλά από το ολότελα...καλές είναι κι αυτές. Να «αδειάσουνε τα φλόκια». Πρώτο βράδυ στο Παρίσι, τι διάολο, με τη «χείρα και τα πέντε ορφανά» θα τη βγάλω; Μου αξίζει να ξεσκίσω. Έστω και με διπλό προφυλακτικό. - «Φώναξέ το τσόλι με τα κόκκινα. Λέω να της σκίσω ότι έχει και δεν έχει απόψε!» - «Διάλεξες το καλύτερο κομμάτι φίλε. Με εγγύηση. Καθαρό πράμα και με σφραγίδα, 18 καρατίων. Θα σου μείνει αξέχαστη. Σβετλάνα! Έλα στον κύριο από εδώ!»
To be continued....
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕΡΟΥΣ Η' ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.

Saturday, 18 August 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.....................9

«Όταν υπηρετείς τους άλλους, σαν να υπηρετείς τον ίδιο σου τον εαυτό, τότε δεν μπορείς παρά να προσφέρεις το καλύτερο». Η λογική του Φιλίπ, έχει μια ιδιόμορφη βάση. Ειδικά σε έναν κόσμο όπου ο καθένας κοιτά πρωτίστως πως να ικανοποιήσει τις δικές του βουλιμικές διαθέσεις. Σε μια εποχή όπου εκλείπουν οι καλές προθέσεις. Αντιθέτως, συνήθως, κυριαρχούν οι εγωιστικές βλέψεις. Όση ώρα σαγηνευόταν από το τραγούδι της απρόσμενης και απρόσκλητης γυναίκας, μπορούσε να αισθανθεί πως κάτι βαθύτερο την είχε πληγώσει. Τα τείχη που ύψωνε, δεν μπορεί να ήταν τίποτα άλλο, παρά η πανοπλία της ψυχής της. Τσακισμένης από ποιά άγρια εμπειρία άραγε;
Ο Φιλίπ ανασηκώθηκε από την θέση του. Διέσχισε το κατάμεστο μπαρ και πλησίασε διστακτικά την κοπέλα με τα πύρινα μαλλιά και την εξαίσια φωνή. Εκείνη τον αντιλήφθηκε σαν μια σκιά, που πλέον όμως δεν ήταν απειλητική. Δεν τινάχτηκε πάλι από την θέση της, όπως την πρώτη φορά. Δεν τον κοίταξε άγρια. Στο βλέμμα της τώρα έλαμπε μια σεμνή ικανοποίηση. Ίσως το τραγούδι, ίσως η αυτοέκφραση, να είχαν λειτουργήσει λυτρωτικά. -“Μπορώ να καθίσω”; Την ρώτησε ευγενικά. -« Μπορώ να σου το αρνηθώ»; Αποκρίθηκε με ειρωνική διάθεση. - “Δεν ήταν ότι ήλπιζα να ακούσω...αλλά θα την εκλάβω ως ρητορική ερώτηση!»
Τράβηξε απαλά την ρετρό πολυθρόνα με τα χρυσά σκαλίσματα και το πορφυρό βελούδο και έκατσε αρχοντικά και αναπαυτικά. - «Δεν σε ενδιαφέρει η γνώμη μου; Πως μου φάνηκαν τα τραγούδια σου”; - «Ίσως ναι, ίσως και όχι. Αυτά τα κομμάτια δεν τα έγραψα για τους άλλους, αλλά για μένα. Είναι σαν παιδιά μου. Οι γονείς λοιπόν, ότι και να τους πεις για τα παιδιά τους, δεν παύουν να τα αγαπούν και να νομίζουν πως είναι τα καλύτερα». - «Δεν έχεις άδικο. Όμως τα δικά σου παιδιά, είναι αξιοθαύμαστα. Όσο και αν ήθελα να σου πω κάτι αρνητικό, έτσι για να μην νομίζεις πως θέλω να σου χαιδέψω τα αυτιά, δεν μπόρεσα να βρω ψεγάδι. Δεν έχω να σου προσθέσω τίποτα, να κάνω καμιά υπόδειξη, που θα τα έκανε ακόμα ωραιότερα». - «Η μουσική έκφραση είναι υποκειμενική. Σε κάποιους άλλους η φωνή μου μπορεί να ακούγεται τραγική». - «Και σε άλλους...μαγευτική!». Σχεδόν ταυτόχρονα ανασήκωσαν τα ποτήρια τους. Με ουίσκι εκείνη, κολωνάτο με σαμπάνια του Φιλίπ. -«Φοβάμαι μάλιστα πως και οι υπόλοιποι θαμώνες, την βρήκαν εξίσου εξαιρετική». Συνέχισε να της μιλάει, μα παρατήρησε πως το βλέμμα της είχε ήδη χαμηλώσει. Στα γαλλικά κομπλιμέντα, δεν ανταποκρινόταν. Φαινόταν να την κλειδώνουν και πάλι στον εαυτό της. - «Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, με δύο τραγούδια μόνο δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά κανείς. Τέτοια ώρα μάλιστα και όντας μεθυσμένοι οι περισσότεροι, ακόμα και ουρλιαχτά να ακούσουν θα τους φανούν θεσπέσια...» συμπλήρωσε σε μια προσπάθεια να της τραβήξει και πάλι την προσοχή. - «Νομίζω πως πρέπει να πηγαίνω. Είχα μια δύσκολη μέρα και το ξενοδοχείο μου είναι αρκετά μακρυά”. Απάντησε εκείνη κοφτά. Να μια πρώτη αποκάλυψη. Μένει σε ξενοδοχείο, άρα όχι μόνιμα στο Παρίσι. Περαστική, σε διακοπές, για δουλειά, ποιός ξέρει... - «Περίμενε! Πριν φύγεις, θα ήθελα να σου προτείνω να τραγουδίσεις και πάλι στο μαγαζί». - «Δεν εμφανίζομαι επαγγελματικά. Δεν ξεπουλάω τα παιδιά μου για λεφτά». - «Αν πρόσεξες καλά, εδώ εμφανίζονται κυρίως νέοι με δημιουργικό ταλέντο και διάθεση έκφρασης. Όπως και εσύ, μπορεί ο καθένας να τραγουδίσει οποιαδήποτε στιγμή. Σε παρακαλώ σκέψου το. Δεν είναι μόνο ότι θα ήθελα να σε ξαναδώ. Θέλω να σε ακούσω ξανά». - «Θα το σκεφτώ. Στο υπόσχομαι. Μα, τώρα πρέπει να φύγω. Είναι αργά. Α...και μην μου προτείνεις να με συνοδεύσεις σε παρακαλώ». - «Όπως θέλεις. Κάτι τελευταίο θα ήθελα μόνο. Το όνομά σου...Το όνομα σου, μπορώ να το μάθω;» - «Αφροδίτη»...είπε, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
To be continued...
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΗΠΙΑ - ΗΠΙΑ. ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΤΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ Ή ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΜΕΡΟΥΣ Ή ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ.

Sunday, 22 July 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.......................................8

Είχε γνωρίσει πολλούς ιδιαίτερους ανθρώπους, η Λαιλά. Το επέβαλλε ο αμφισβητίας εαυτός της. Άνθρωπος της νύχτας. Αγριόγατα. Δυναμική από παιδί. Ατίθαση ως έφηβη. Οδηγός street μηχανών, που ονειρευόταν να αποκτήσει σπόνσορα και να προωθηθεί σε επαγγελματικούς αγώνες ταχύτητάς. Μα εώς τότε, έπρεπε να ζει αξιοπρεπώς. Η νύχτα, της ταίριαζε περισσότερο. Όσο της έλειπε σε θηλυκότητα, αντισταθμιζόταν από την ανεπαίσθητη μαγκιά της. Απαραίτητη για να αντεπεξέλθει στην παραφορά των μεθυσμένων, ψυχικά και σωματικά.

Εδώ και έξι μήνες σερβίρει ποτά στους θαμώνες του La notte. Δεν είναι και ότι πιο ενδιαφέρον έχει κάνει στην ζωή της, εντούτοις περνάει καλά. Στο βιογραφικό της έχει καταγραφεί η ένδοξη εποχή του bar-tending σε strip club του Άμστερνταμ, άλλωστε. Μια περίοδο που νόμισε ότι τα είχε δεί και ζήσει όλα. Τότε που συνειδητοποίησε για πρώτη φορά, την έλξη που ασκούσε πάνω της το ίδιο φύλο. Οι άλλες γυναίκες. Τις παρακολουθούσε κάθε βράδυ να λικνίζονται, στον χορό του χρήματος. Παράλληλα γνώριζε τις ανθρώπινες ιστορίες πίσω, από τα κουνάμενα κορμιά. Τα τόσο καυτά.

Ή Λαιλά, δεν το είχε αυτό ταλέντο. Δεν της άρεσε να βρίσκεται στο σημείο που χτυπάνε τα φώτα, αλλά εκεί που κρύβεσαι στο σκοτάδι τους. Ήθελε να γλυστράει ανάμεσα στα πλάσματα της νύχτας, να ψηλαφεί τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Εκεί έβρισκαν έκφραση και οι δικές της. Μπορούσε να συναντήσει διαθέσιμους άνδρες, ανικανοποίητες γυναίκες, πληγωμένες ψυχές ή απλούς τυχοδιώκτες. Διάλεγε και έπαιρνε. Λίγο από εδώ. Λίγο από εκεί. Λίγο και από όλα μαζί. Δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Δεν υιοθετούσε κανέναν ρόλο. Παραδινόταν μοναχά στα ένστικτά της και το θεωρούσε απολύτως λογικό.

Αν έπρεπε να φορέσει κάποια ταμπέλα, στον ερωτικό τομέα τουλάχιστον, επέλεγε τον αμφισεξουαλισμό. Bisexual, δήλωνε ευθαρσώς και δημοσίως. Γιατί να επιλέγει ερωτικό παρτενέρ βάση φύλου, υποστήριζε. Η ερωτική φλόγα μπορεί να ανάψει εξίσου ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα, όσο και ανάμεσα σε δύο γυναίκες ή δύο άνδρες. Πρόκειται καθαρά για θέμα προσωπικής επιλογής και όχι κοινωνικού συμβολαίου. Η Λαιλά λοιπόν πότε είχε ερωτική σχέση με άνδρες, πότε με γυναίκες και πότε και με τους δύο μαζί.

Στο Άμστερνταμ όμως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν ρόδινα. Παρά το γεγονός ότι εργαζόταν στο άντρο της ακολασίας, οι κανόνες δεν ήταν πάντοτε υπέρ της. Προς το παρών δεν θέλει να θυμάται τα γεγονότα που την οδήγησαν στην διαφυγή της στο Παρίσι. Κρατάει μόνο πως της χρειάστηκαν οι γνώσεις Kick-boxing. Το είχε αφήσει χρόνια, αλλά την κρίσιμη στιγμή, όταν χρειάστηκε να υπερασπίσει την ίδια την ζωή της, το ύψος της κλοτσιάς έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κάποτε θα μπορούσε να είχε κάνει πρωταθλητισμό. Είχε τις ικανότητες, της έλλειπε ωστόσο η πειθαρχεία. Το άφησε. Ευτυχώς δεν την άφησε. Αντιθέτως την γλύτωσε την κατάλληλη στιγμή.

Σήμερα παρακολουθεί τον ιδιοκτήτη του La Notte, τον Φιλίπ, με έκπληξη. Αυτός ο περίεργος τύπος, που την προσέλαβε αδιαφορώντας για την όποια προυπηρεσία της, επιτέλους εκδήλωνε ενδιαφέρον για κάποια γυναίκα. Τόσο ελκυστικό, μα και τόσο επιλεκτικό άνδρα, πρώτη φορά είχε γνωρίσει. Ήταν το μοναδικό αφεντικό που δεν της την είχε πέσει. Ο μοναδικός άνδρας με τον οποίο δεν μπορούσε να μιλήσει ανοικτά για γυναίκες. Αδιαφορούσε για τις προκλήσεις της και την άφηνε να παίζει όπως ήθελε εκείνη με τους θαμώνες. Το μόνο που ζητούσε από όλους, τους υπαλλήλους, αλλά και τους καλλιτέχνες ήταν να «υπηρετούν τον εαυτό τους».

To be continued....

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕΡΟΥΣ Η' ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.

Saturday, 7 July 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.......................................7

Πόσο βρώμικο είναι άραγε το μυαλό ενός άνδρα; Περισσότερο από όσο φαίνεται ή χειρότερο από κάθε φαντασία; Ορισμένοι μάλιστα έχουν το θράσος να λεν πως, εσύ τους προκάλεσες. Φταις επειδή υπάρχεις, επειδή αναπνέεις, επειδή έτυχε να σε δουν τα μάτια τους ή να τους πεις καλημέρα.

Και αυτός έτσι θα είναι. Κοιτάζει τα πόδια μου, με καρφώνει στους γοφούς την ώρα που περπατάω. Τον κατάλαβα. Βλέπει ψηλή γυναίκα χωρίς περιττό κρέας και λιγώνει. Τον είδα πως με κοίταζε. Έχει ήδη ζυγίσει το στήθος μου. Όσο έχω τελοσπάντων. Έχει ήδη μετρήσει την περιφέρεια. Με έχει γαμήσει στο μυαλό του με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.

Μόνο που δεν έχει ιδέα πόσο απίθανο! Νομίζει πως έχει να κάνει με άλλη μια, εύκολη λεία. Γυναίκα, μόνη, κλασσική συνταγή. Της προσφέρω ποτό, αυτή ευχαριστεί, πιάνουμε κουβέντα. Το ένα ποτό φέρνει το άλλο. Αρχίζουν τα κομπλιμέντα. Το δήθεν ενδιαφέρον. Την ίδια ώρα στα μάτια να γυαλίζει η αλήθεια. Να την μαρτυρά, ο κάθε αναστεναγμός. Μια εξομολόγηση προσωπικής ιστορίας χρησιμεύει ως μοχλός οίκτου και οικειότητας. Μελετημένες τακτικές ή ένστικτο; Ο κυνηγός προσπαθεί να ξεγελάσει το θήραμα. Να το πιάσει. Να το ξεπεράσει.

Τι αστείος που ήταν πάντως με την κιθάρα μου αγκαλιά. Σχεδόν συμπαθής. Αλλά μη, όχι, δεν πρέπει να πέσω ούτε σε αυτήν την παγίδα. Ο χαριτωμένος, είναι από τις πιο ύπουλες μορφές αρσενικού. Κρύβεται πίσω από το χαμόγελο και το γέλιο που προκαλεί.

Η ευφορία μειώνει τις αντιστάσεις. Μυρίζει έρωτα. Είναι δούρειος ίππος. Μόλις μπει μέσα στο κάστρο, ο μαχητής ξεχύνεται. Νεκρώνει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης. Λεηλατεί. Βιάζει. Σκοτώνει. Το κάνει αργά, για να ικανοποιήσει την αρρωστημένη βουλιμία του.

Τα μάγουλα της είχαν ανάψει. Από την ίριδα έβγαιναν φωτιές. Οι σκέψεις τις, την κυρίευαν. Έμοιαζε να τις ζει. Ήταν αλλόκοτο πλάσμα αλήθεια. Όσο την κοίταζα, τόσο με μαγνήτιζε. Η όψη της ήταν σκληρή. Το βλέμμα απλανώς αποφασιστικό. Μα σαν να διέκρινα φόβο, κάτω από όλο αυτό το περίβλημα. Δικός της φόβος; Δικός μου; Το φρένο μου; Το φρένο της; Ή η σωφροσύνη; Μετά από τόσα ποτά δεν ξέρω πόση σωφροσύνη μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Όση μου απομένει πάντως, δεν είναι ικανή με κρατήσει μακριά της.

Το τραγούδι της, υπέροχο. Ας μην κατάλαβα τι εννοεί με αυτούς τους στίχους. Η φωνή της, τόσο ιδιαίτερη. Γυναικεία ή ανδρική; Λευκή ή μαύρη; Δίχως να υπάγεται σε κανέναν κανόνα. Δημιουργία προσωπικής αρμονίας. Αγγελικά σκοτεινής. Αναμφισβήτητα χαρισματικής. Εύθραυστα σκληρής. Αυτή η ευαισθησία που διέκρινα με έκανε επιφυλακτικό. Προσεκτικό. Δεν πρέπει να γίνω εγώ, το εξιλαστήριο άλλοθι της. Να ξεσπάσει σε μένα όλη αυτή, την καταπιεσμένη οργή. Το αντίθετο. Με μένα θα μπορούσε να νιώσει ασφαλής. Να κλείσει τις πληγές της. Αν με άφηνε μονάχα να τις αγγίξω.

To be continued... ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Ή ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ. ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ , ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ Ή ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ. ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.

Monday, 2 July 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ...............6

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ. ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ ΑΣΕΜΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕΡΟΥΣ ,ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ Ή ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.

Οι δρόμοι στο Παρίσι, γεμάτοι ζωή. Νέοι που μοιάζουν να έρχονται από κάθε γωνιά της γης γεμίζουν τις Brasserie. Γελάνε, μιλάνε, περπατούν ανέμελα. Πριν λίγο καιρό βλέπαμε στις ειδήσεις, διαβάζαμε στις εφημερίδες για εξεγέρσεις παιδιών μεταναστών στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Μέρες και νύχτες τα προάστια των μεταναστών φλέγονταν. Οι εικόνες που αντικρίζω τώρα είναι ολότελα διαφορετικές.

Ο Σηκουάνας δροσίζει ευχάριστα την ατμόσφαιρα, καθώς το αεράκι ανεμίζει το φουλάρι μου. Κοιτάζω απέναντι μου την πλάγια πλευρά του Λούβρου. Είναι απίστευτο! Τόση λεπτομέρεια, σε απαράμιλλο όγκο. Νομίζω πως ζω σε όνειρο. Θα περάσω πολλές μέρες στο Λούβρο, αλλά και στο Πομπιντού, το μουσείο σύγχρονης τέχνης. Η αλήθεια είναι πως για τον λόγο αυτό, είμαι εδώ. Φοιτητής Ιστορίας της τέχνης. Το Παρίσι, η Ρώμη, η Φλωρεντία, είναι πόλεις που όφειλα να επισκεφθώ. Δεν πρέπει να αφήσω μουσείο για μουσείο…

Καλά βέβαια όλα αυτά, αλλά Παρίσι σημαίνει κι άλλα πολλά. Υπάρχει και...η τέχνη του έρωτα, οπότε αν υπάρχει καμία συμφοιτήτρια διαθέσιμη να μου γιατρέψει τις καύλες, δεν θα αρνηθώ! Η πόλη του έρωτα και του φωτός δεν λένε; Αλίμονο μη φύγω από εδώ με το πουλί στο χέρι. Και συμφοιτήτρια να μην είναι, δεν θα χαλαστώ!

Σαν το κορμί που έσκασε μύτη απο το ασανσέρ νωρίτερα, στο ξενοδοχείο... Μόνο που την σκέφτομαι, μου σηκώνεται. Θα είμαστε και στο ίδιο ξενοδοχείο… Θα έχουμε ποικιλία, το πρωί στα τέσσερα στο δωμάτιο μου και το βράδυ «κυρία» να κάθεται στο καβλί μου και να τις λέω το ποίημα...στο δικό της. Να μην πω…πως θα γούσταρα να την σκίσω στην κορυφή του Άιφελ... Να τις αλλάξω τα φώτα σε δημόσια θέα. Τι κομμάτι είναι αυτό Θεέ μου? Αχ, να μου κάτσει μόνο... θα την ξεσκίσω…

Καλά, έχω ξεφύγει. Κοιτάζοντας το Λούβρο…καύλωσα και μόνο με την ιδέα της! Λοιπόν, αυτή τη γκόμενα θα την κυνηγήσω. θα την στήσω στο χωλ του ξενοδοχείου και θα την περιμένω. Ναι! Αυτό πρέπει να κάνω. Που θα πάει, κάποια στιγμή, θα σκάσει μύτη…Θα τσεκάρω αν είναι σόλο ή την έχει φάει άλλος πρώτος. Αν έχει γκόμενο ή γκόμενους. Την κόβω να έχει αντοχές.

Ίσως δεν πρέπει να της την πέσω και από την αρχή. Να δω αν παίζει το μάτι της, άν έχει φαγούρα το μωρό... Είναι διαθέσιμη ή όχι; Γιατί χυλόπιτες και τέτοια… εγώ δεν τα σηκώνω. Δεν έχει γεννηθεί ακόμα η γκόμενα που θα μου το παίξει «δε γουστάρω». Ξέρω να βρίσκω τα κουμπιά τους και να τις κάνω να λιώνουν. Να κρέμονται από το παλαμάρι μέχρι να πούνε το Δεσπότη...Παναγιώτη! Να κάνουν ότι τους λέω. Να τις κοπανάω αλύπητα : Από κάτω, από πάνω, στα τέσσερα… Να χύνουν και να παρακαλάνε να σταματήσω. Κι εγώ εκεί, να συνεχίζω. Να εκλιπαρούν και όταν πια τις έχω σκάψει ανελέητα, να τις σκίζω και από πίσω.

Α…δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια: Όταν η γυναίκα καυλώνει, την έχεις σκλάβα σου. Την κάνεις ότι θες. Κατά βάθος όλες ψάχνουν για επιβήτορες. Να ουρλιάζουν καθώς τις καρφώνεις, να κλαιν. Κι αν ματώνουν κιόλας…άστες να σκούζουνε, αφού μετά από λίγο τους αρέσει. Δεν τα ξέρω νομίζουν αυτά; Η αρχή είναι το ζόρι. Μετά όλες τον παίρνουν γλυκά… κάθονται στο εργαλείο και βγάζουν το σκασμό...

Αχ! Φτιάχτηκα. Ρε τι Λούβρο, πάω στο ξενοδοχείο να τη στήσω. Ώρα για ταρζανιές, ετοιμάσου μωρό μου, σού ΄ρχομαι...

To be continued...

Monday, 25 June 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.........5

Προχώρησαν σιωπηλά προς το μαγαζί. Της άνοιξε την πόρτα, πέρασε πρώτη και κατευθύνθηκε κατευθείαν στην γωνία της. Δεν την ακολούθησε. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Το επόμενο δεν έπρεπε να είναι άλμα. Άλλωστε χαιρόταν που είχε την ευκαιρία να ακολουθεί μια τέτοια γυναίκα. ‘Ιδιαίτερα όταν την κοιτάζει από πίσω, να απομακρύνεται...

Την άφησε να γνέψει πάλι για ποτό και όταν έφτασε, να το πληρώσει. Το συμβόλαιο – συμβόλαιο. Λόγος τιμής. Όσο την κοίταζε από μακριά, τόσο τον προβλημάτιζε. Αλήθεια δεν την ρώτησε καν από πού είναι. Μόνο αυτό; Ήθελε να μάθει τόσα για αυτήν, όμως μέσα του είχε ριζώσει καλά η στάση της. Δεν χρειαζόταν βιασύνη. Είχε γνωρίσει απόμακρους μουσικούς στο παρελθόν, ανθρώπους που επικοινωνούσαν μόνο μέσα από την τέχνη τους. Πρόσμενε απλώς την στιγμή που το ταλέντο της θα ξεδιπλωθεί. Όταν ήρθε...δεν πίστευε το πόσο πολύ άξιζε η αναμονή...

Γεννήθηκα να ζήσω

Σε ένα κόσμο απόκοσμο

Μέσα στο ψέμα

Μέσα στην βία

Μεγάλωσα για να μαυρίσει

η ολόλευκη ψυχή μου

Από την βρωμιά

Από την αηδία

Να αναζητώ αγάπη

Να βρίσκω ανία

Να θέλω το όνειρο

Να ζω στην φαντασία

Γεννήθηκα μονάχη

Και ταξιδεύω μόνη

Προσμένοντας του θανάτου

Την απόχη

Γυναίκα και άνδρας

Στην ίδια σάρκα

Ήλιος και Σελήνη

Στον ίδιο ουρανό…

Τόσο γλυκά, αν και μελαγχολικά ηχούν από τα χείλη της οι στίχοι. Σαν άνθρακας, που κρύβει επιμελώς τον διαμαντένιο του πυρήνα. Έμοιαζε τόσο πολύ με την φωτιά, που καίει δυνατά και απειλητικά, μα ούτε λεπτό δεν θα άφηνε να τον φοβίσει. Το είχε αποφασίσει. Θα έπαιζε με την φωτιά. Ήθελε να μεταμορφωθεί σε ξύλο. Να παραδοθεί στην αγκαλιά της. Να την τροφοδοτήσει. Να νοιώσει, να λιώσει, να γίνει ένα μαζί της.

Καθώς η τελευταία νότα απελευθερώθηκε από τις χορδές τις κιθάρας της, ακολουθώντας την ηχώ της φωνής της, εκείνη άνοιξε τα μάτια. Από πρόθεση ή τύχη, το πρώτο βλέμμα που αντίκρισαν ήταν του Φιλίπ. Ένα καυτό ρεύμα, κύμα διαπεραστικής ενέργειας τους έκανε να ανατριχιάσουν, σχεδόν ταυτόχρονα. Μια μαγική χημεία κυριαρχούσε στον αέρα, ακόμα όμως οι δύο τους δεν είχαν τρόπο να την ελέγξουν. Τράβηξε το βλέμμα και κοκκίνισε, ήταν εμφανές. Αυτό το κορίτσι, δεν ήθελε με τίποτα να εκτεθεί. Σηκώθηκε από το ψηλό σκαμπώ, που στεκόταν, έτοιμη να επιστρέψει στο τραπέζι της. Μα το θερμό χειροκρότημα του κόσμου, δεν έλεγε να κοπάσει. Ήθελαν και άλλο. Κοίταξε με απορία στα μάτια τον Φιλίπ και εκείνος της έγνεψε παρακλητικά. Αν ήθελε, μπορούσε να συνεχίσει. Το ζήταγαν όλοι, μα κυρίως εκείνος. Ήταν ένα πρωτόγνωρο άκουσμα. Σε μια γλώσσα νεραιδένια ή τουλάχιστον η φωνή της την έκανε να φαντάζει έτσι. Είχε ένα βάθος νέγρικο, λιτό μα και απόκοσμο. Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάλι στις χορδές, τα βλέφαρα έγειραν και η φωνή της υψώθηκε στα ουράνια.

Πριν από εμάς…

Για εμάς…

οι νόμοι της φύσης…

μας όρισαν…

Πότε γελάς…

Και πότε θα κλαις…

Εκείνοι…

Καθόρισαν…

Μα ποια ιστορία…

Και ποια θρησκεία…

Ποια επιστήμη…

Με γνώρισαν?

Ποιο τίτλο…

Ποια ταμπέλα…

Ποια ρούχα…

Μου φόρεσαν?

Ποιους πόθους…

Ποια πάθη…

Ποια λάθη…

Μου αναγνώρισαν?

Πριν από εμένα…

Για εμένα…

Οι νόμοι της φύσης με δίκασαν

Αποφάσισαν και με καταδίκασαν…

To be continued...

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΠΟΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ, ΩΣ ΜΕΡΟΥΣ Ή ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.

Thursday, 21 June 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ - ΜΕΡΟΣ 4

Οι μουσικοί έπαυσαν προς στιγμήν τα όργανα. Ένας D.J έσπευσε να καλύψει το κενό βάζοντας στο Πικ – απ ένα δίσκο, από βινύλιο, της Έντιθ Πιαφ. Βινύλιο...θυμίζει αντίκα πια. Στο μαγαζί του Φιλίπ όμως, η κάθε αντίκα αποπνέει την ιστορία της. Περίεργο πως δεν έπαιζε μουσική ακόμα και από γραμμόφωνο. Η γυναίκα μυστήριο σήκωσε το χέρι της ψηλά, τεντώνοντας από όλα τα δάχτυλα μόνο τον δείκτη. Ήταν σαφές πως επιθυμούσε άλλο ένα ποτό. Δεν έμοιαζε ωστόσο καθόλου ζαλισμένη.

Ο Φιλίπ έπιασε από το μπράτσο την σερβιτόρα, την ώρα που ετοιμαζόταν να της το πάει.

-Άσε θα της το πάω εγώ.

-Θέλεις να παίξεις με την τύχη σου;

-Θέλω να την γνωρίσω.

-Σε προειδοποιώ είναι δύσκολη.

-Ακόμα καλύτερα.

-Δεν μιλάει και γαλλικά.

-Από πού είναι;

-Δεν κατάλαβα, έχει όμως μια περίεργη αγγλική προφορά.

-Ωραία θα την σερβίρω εγώ, δώσε μου το ποτό σε παρακαλώ.

Με την σκέψη ότι το ποτό που κρατούσε, σε λίγο θα βρισκόταν στα χέρια της, θα το ακουμπούσε στα χείλη της και ο ίδιος θα μπορούσε να ακούσει την φωνή της, ξεπέρασε κάθε φόβο νέας απόρριψης. Πλησίασε το τραπέζι της, ένα τραπέζι που και ο ίδιος κάθεται συχνά. Κάθε του βήμα τον έφερνε πιο κοντά της και ανέβαζε άθελα του, τους χτύπους της καρδιάς του. Εκείνη καθόταν με τα μάτια κλειστά και έμοιαζε να σιγοψιθυρίζει το τραγούδι. Λάθος, τραγούδαγε.... Όχι τους στίχους, αλλά να, η φωνή της ακολουθούσε τον ρυθμό, τον χρωμάτιζε με τρόπο μοναδικό. Την στιγμή που έφτασε κοντά της, δεν μπόρεσε να την διακόψει. Κρατώντας το ποτό, κάθισε ανάλαφρα στην πολυθρόνα δίπλα της και έμενε να την χαζεύει αποσβολωμένος.

Μία κραυγή ακούστηκε, όταν το κομμάτι τελείωσε και εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Τον είδε ξαφνικά μπροστά της και αντέδρασε ακαριαία. Σηκώθηκε από την θέση της και πήγε να φύγει.

-«Σας παρακαλώ, συγγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω.

Με μάγεψε η φωνή σας». Είπε ο Φιλίπ…

Μάταια όμως. Εκείνη είχε ήδη προσπεράσει θαμώνες και αντικείμενα και ήταν ένα βήμα πριν βγει από το μαγαζί. Τότε ο Φιλίπ πρόσεξε την θήκη με την κιθάρα, που μέσα στην βιασύνη της να τον αποφύγει, είχε τελικά αφήσει στο πλευρό του. Η σχέση του με την μουσική ήταν ανέκαθεν τόσο καλή, ώστε τώρα αυτή η κιθάρα φάνηκε να αβταποδίδει. Να συνωμοτεί μαζί του. Την πήρε αγκαλιά και έτρεξε να προλάβει την αλλόκοτη κοπέλα. Στάθηκε τυχερός, την πρόφτασε.

-«Συγνώμη, νομίζω πως αυτή η κιθάρα είναι δική σας».

Είπε ο Φιλίπ σε καθαρά αγγλικά.

Το κορίτσι κοντοστάθηκε, γύρισε προς το μέρος του και του έστειλε ένα απειλητικό βλέμμα.

-«Ναι δική μου είναι. Τι περιμένεις τώρα; Ευχαριστώ; Εσύ μου χάλασες το βράδυ μου. Ποιος σου είπε ότι θέλω παρέα, αν ήθελα θα είχα», του απάντησε κοφτά και άπλωσε το χέρι για να παραλάβει την κιθάρα.

Ο Φιλίπ έδειχνε αστείος. Κρατούσε σφιχτά την κιθάρα μπροστά στο στέρνο του και έμοιαζε να μην θέλει να την αποχωριστεί. Ούτε την κιθάρα, ούτε και κείνη. Ήταν ιδιαίτερα ψηλή και είχε πολύ σφιχτό, μυώδες κορμί. Τα μαλλιά της κάτω από φως της λάμπας έμοιαζαν με φλόγες που έφταναν έως την μέση της και κάλυπταν το μικρό στήθος της. Τα μάτια της…αχ αυτά τα μάτια. Ακτινοβολούσαν το γαλάζιο του ουρανού και το φως του ήλιου.

-«Λοιπόν θα μου την δώσεις ή θα καλέσω την τουριστική αστυνομία;»

-«Πες μου μόνο πως παίζεις μουσική».

-«Ναι, παίζω κιθάρα», αποκρίθηκε πιο ήρεμα αυτή την φορά, αφήνοντας έναν αναστεναγμό να ξεφύγει.

-«Έλα τότε να παίξεις μέσα… αυτό ήθελα να σου πω από την αρχή. Τραγουδάς κιόλας;»

-«Δεν γίνετε, τώρα είμαι αναστατωμένη. Εσύ με αναστάτωσες».

-«Ζητάω ταπεινά συγγνώμη, δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Ας προσπαθήσω και πάλι από την αρχή. Είμαι ο Φιλίπ, δουλεύω στο μαγαζί, λατρεύω την μουσική και η δουλειά μου είναι να ξεχωρίζω τα ταλέντα που παρουσιάζονται εδώ. Είδα την κιθάρα, σε άκουσα να τραγουδάς και ήθελα να σε ρωτήσω απλά, αν έχεις την δύναμη και την θέληση να παίξεις και εσύ».

-«Εσύ προσπάθησες να με κεράσεις και το ποτό;»

-«Τόσο λάθος ήταν αυτό;»

-«Το κέρασμα δημιουργεί υποχρεώσεις και εγώ δεν θέλω να έχω υποχρέωση σε κανέναν».

-«Ωραία, τότε δεν θα προσπαθήσω να σε κεράσω ξανά. Άλλωστε, με τον ρυθμό που πίνεις, όσο πληρώνεις εσύ, κέρδος έχουμε».

Ήταν η πρώτη στιγμή που ένα αχνό μειδίαμα φάνηκε στο πρόσωπο της. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο Φιλίπ συνέχισε:

-« Κοίταξε σπάνια πέφτω έξω για τους ανθρώπους. Έλα μέσα και άφησε μας να σε ακούσουμε. Αν το μαγαζί αδειάσει ξαφνικά, θα φταίω εγώ. Αν ο κόσμος ενθουσιαστεί, θα φταις εσύ», ήταν η τελευταία του λέξη. Ξεκόλλησε την κιθάρα από πάνω του και της την έδωσε, σε μια ένδειξη συμφιλίωσης.

-«Ένα τραγούδι μόνο, δικό μου, χωρίς να με παρουσιάσεις στον κόσμο και αφού πιω ένα ουίσκι που θα πληρώσω εγώ. Σύμφωνοι;»

-«Συμβόλαιο, λόγω τιμής. Θα μου πεις εσύ μόνο, πότε είσαι έτοιμη» και της έδειξε την είσοδο του La Notte.

TO BE CONTINUED... ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕΡΟΥΣ Η ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ.

Wednesday, 13 June 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.......3

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...Ο ΤΙΤΛΟΣ "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ" ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΝΕΤΑΙ! ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ. ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΡΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΙΣΧΥΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΜΕΡΟΥΣ Η ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΜΟΥ...Η ΣΠΙΤΟΓΑΤΑ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ!
Ξαφνικά μπήκε στο μαγαζί, γλιστρώντας σιωπηρά ανάμεσα στους θαμώνες, ένα αδιόρατο πλάσμα. Μια Γυναίκα. Μόνη της. Μοναδική της συνοδεία μια ακουστική κιθάρα. Όχι ιδιαίτερα ακριβή. Διάλεξε να καθίσει στο πιο γωνιακό και απόμερο τραπέζι. Προσπάθησε, να μείνει αθέατη. Σαν να ήθελε να παρακολουθήσει, από το παρασκήνιο τους αυτοσχεδιασμούς των άλλων μουσικών. Χωρίς, να την ενοχλήσει κανείς. Έκλεινε τα μάτια και αφουγκραζόταν τους ήχους. Χαμένη στις σκέψεις της. Στον δικό της δαίδαλο. Όταν η μουσική έκανε παύση, άνοιγε τα βλέφαρα και εντόπιζε , σχεδόν αστραπιαία την σερβιτόρα. Έγνεφε για άλλο ένα, ποτήρι ουίσκι. Κορυφαία στιγμή επικοινωνίας της με ανθρώπινο ον. Θα μπορούσε κάλλιστα ναι είναι η μόνη, καθ’ όλη την διάρκεια της βραδιάς. Ο Φιλίπ που ανίχνευε τον χώρο καθημερινά, δεν δυσκολεύτηκε να την εντοπίσει. Του έκανε εντύπωση από την πρώτη ματιά. Είχε κάτι το απόκοσμο αυτή η γυναίκα. Μια γοητεία μυστήρια. Όσο και αν προσπαθούσε να κρυφτεί, δεν πέρναγε απαρατήρητη. ‘Ομως κάθε απόπειρα να διασταυρώσει το βλέμμα του μαζί της, έπεφτε στο κενό. Ακόμα και όταν άνοιγε τα μάτια της, κοίταζε παντού και πουθενά. Δεν μπορούσες να τραβήξεις το βλέμμα της. Αποφάσισε να την κεράσει το επόμενο ποτό, σε μια απόπειρα ευγενούς προσέγγισης. Το δικό της ποτό, ότι έπινε, αλλά με διακριτική ονομασία προέλευσής... Με έκπληξη την είδε να αρνείται κατηγορηματικά το κέρασμα. Επέμενε και πλήρωσε πάλι το ποτό, μόνη. Το έσφιξε στα χέρια της, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Ούτε την ενδιέφερε να δει από ποιον προερχόταν η ευγενική χειρονομία, ούτε να τον ευχαριστήσει φυσικά. Ως Φίλιπ και ως ιδιοκτήτης, θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ψύχραιμα. Αλλά όσο νά' ναι βάραινε στα μάγουλά του, προσβλητικά. Φώναξε την σερβιτόρα και ζήτησε εξηγήσεις. -Έγινε αυτό που νομίζω; -Δεν δεχόταν με τίποτα. Προσπάθησα. Της είπα πως είναι κερασμένο από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού… -Και δεν την συγκίνησε; -Είπε πως σε ευχαριστεί πολύ, αλλά δεν δέχεται κεράσματα. Ούτε από σένα, ούτε από κανέναν. -Μπα. Μη μου πεις! Πίνει όμως αρκετά… -Ήδη έχει κατεβάσει, τρία ουίσκι. -Μήπως δεν αισθάνεται καλά; -Που θες να ξέρω; Σερβιτόρα είμαι, όχι ο Φρόυντ..
Ο Φιλίπ μετά και την απίστευτη περιουσία που κληρονόμησε, θεωρείται από τους πλέον περιζήτητους άνδρες στο Παρίσι. Του ανήκουν διαμερίσματα γύρω από τον πύργο του Άϊφελ, μετοχές επιχειρήσεων, μέχρι και ένα ποταμόπλοιο στον Σηκουάνα. Έχει βαρεθεί να απορρίπτει γυναίκες, που τον πλησιάζουν για τα λεφτά του. Έχει σιχαθεί την καιροσκοπία τους. Διακατέχεται και από μια αλάνθαστη διαίσθηση, συν τοις άλλοις. Δεν τον ξεγελάνε πια τα καμώματα, ούτε τα νάζια των θηλυκών.
Μα εκείνη... Αυτή, έχει μια αύρα ακαταμάχητη. Όσο και αν προσπαθεί δεν βλέπει επάνω της τίποτα το επιτηδευμένο. Όχι, όχι, αυτή δεν μοιάζει να παίζει, ακόμα έναν ρόλο στο θέατρο της ζωής. Το αντίθετο, δείχνει να ενοχλείται, από τους θεατές. Από την πολύ συνάφεια του κόσμου. Από τις κλασικές μεθόδους προσέγγισης. Αυτοπροστατεύεται. Δεν ανοίγεται. Άλλες, στο ένα κέρασμα...σε καρφώνουν στα μάτια με λάγνο ύφος, τεντώνουν τον κορμό, προτάσσουν τα στήθη, περνάνε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά, χαμογελούν πλατιά και υπονοούν ευθύς αμέσως, πως στο επόμενο ποτό τις έχεις ρίξει στα τέσσερα πίσω από το μπαρ. Οι άλλες ίσως… αυτή όχι ... TO BE CONTINUED

Sunday, 10 June 2007

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.....................2.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ...ΙΔΑΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΩ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ... ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΩ ΠΩΣ ΥΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΗ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΜΕΡΟΥΣ 'Η ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΜΟΥ.

Ένα μαύρο, σπορ, αυτοκίνητο, φτιαγμένη αντίκα του ‘50, διασχίζει απαλά την λεωφόρο. Νύχτα. Τα φώτα του δρόμου άλλοτε κίτρινα, άλλοτε κόκκινα, άλλοτε λευκά. Μουσικές δονήσεις, τονωτικές ενέσεις στην διάθεση και στο πλάι κτίρια, που αφήνουν τις μπαρόκ γραμμές τους να διαγράφονται. Τα χέρια του Φιλίπ χαϊδεύουν λες το τιμόνι, ερωτοτροπούν μαζί του, γλιστράν με άνεση και αυτοπεποίθηση. Κατευθύνεται προς την brasserieLa Νotte”, της οποίας είναι ιδιοκτήτης.

Το εσωτερικό του μαγαζιού, αποπνέει έντονες επιρροές από Ροκοκό. Το στυλ της υπερβολικής διακόσμησης. Καθρέφτες παιχνιδίζουν με τις διαστάσεις και τις αντανακλάσεις. Πλακάκια με μοτίβα μίσχων καλύπτουν τους τοίχους και ασύλληπτα ψηφιδωτά το πάτωμα. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το πορφυρό, η ώχρα και το μπλε ελεκτρίκ. Τα σαλονάκια κλασσικά, από ξύλο τριανταφυλλιάς και χρυσό κεντητό ύφασμα. Τραπέζια με εντυπωσιακά σκαλίσματα, βγαλμένα θαρρείς από αντικερί. Όλα μαζί, συνθέτουν μια ατμόσφαιρα ζεστή, η οποία σε μεταφέρει σε άλλη εποχή.

Ο Φιλίπ λατρεύει κάθε τι κλασσικό. Γνήσιος Γάλλος bon viveur, είχε κληρονομήσει μεταξύ άλλων, διάφορα κουσούρια, από τον παππού του. Ο γερό - Πιέρ είχε αφήσει ιστορία στο Παρίσι, ως ένας από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες, αλλά και Φράνκους εραστές. Η Γιαγιά, η μακαρίτισσα είχε μαλιοτραβηχτεί με όλες τις φίλες της. Μόνο φίλες...καθαρίστριες, δασκάλες των παιδιών, συζύγους φίλων. Τίποτα δεν άφηνε να πάει ανεκμετάλλευτο ο παππούς. Αλλά και η γιαγιά , μέχρι να κλείσει τα μάτια της κατάρες του έριχνε.

-"Πού να μην σου ξανασηκωθεί αλήτη...ξεδιάντροπε"!

Αλλά για να τον αφήσει ούτε λόγος. Πού αλλού θα εξαργύρωνε την κάθε απιστιούλα του παππού, σε χρυσό και διαμάντια; Τις γυναίκες του χεριού της όμως... όπως την καημένη την υπηρέτρια την Λουιζ, τις έβαζε κάτω και τις πλάκωνε στο ξύλο. Άγριο ξύλο. Βάρβαρο. Μια μέρα είχε αρπάξει την σφουγγαρίστρα που καθάριζε η μικρούλα και της την έβαλε στο στόμα. Την χνουδωτή πλευρά. Γιατί το κοντάρι, δεν χρειάζεται να αναφερθεί που κατέληξε!

Όταν πέρασε τα 65 πια, άλλαξε. Έβαζε εκείνη γυναίκες να τυλίγουν τον Πιερ. Ώστε να κάνει εκ του ασφαλούς, τις επενδύσεις της. Κι άλλα διαμάντια, κι άλλη κρουαζιέρα στην Καραϊβική... Εκεί που αν μην τι άλλο, έβρισκε καλλίγραμμους νεαρούς να εκτονώνει με την σειρά της, τα απωθημένα της. Εκεί έφυγε και από την ζωή. Την βρήκαν ένα πρωί στο ξενοδοχείο, ποτισμένη βαρβιτουρικά, γυμνή και νεκρή.

Μετά το θάνατό της ο Γερο - Πιερ δεν μαράζωσε ακριβώς. Τουναντίον, άνοιξε φτερά. Αποενοχοποιημένος πια, γευόταν την μια απόλαυση μετά την άλλη. Για αρκετά χρόνια ένοιωθε ανάλαφρος, σαν φυσαλίδα ακριβής σαμπάνιας, μέσα σε κρυστάλλινο ποτήρι.

Λίγο πριν το θάνατο του, ανακοίνωσε σοβαρά στα δύο του παιδιά (αυτά που είχε κάνει με την γιαγιά) πως έχασε ότι είχε και δεν είχε, σε κάτι ομόλογα στο χρηματιστήριο. Η επένδυση απέτυχε. Τώρα, η ακίνητη και κινητή περιουσία του είχε κατασχεθεί. Δεν είχε καν, ούτε που να μείνει ο γερο -Πιερ. Ποιος να το περίμενε! Τα παιδιά αγανάκτησαν! Άφησε να χαθεί μια τόσο μεγάλη περιουσία, χωρίς να τα έχει εξασφαλίσει προηγουμένως; Ούτε να τον φτύσουν δεν ήθελαν, όχι να το φιλοξενήσουν. Τον έκλεισαν, χωρίς αναβολή σε ένα φτηνό γηροκομείο. Γηροκομείο η "Καλή Καρδιά" λεγόταν. Τι ειρωνεία. Κανένας τους δεν πήγαινε να τον επισκεφθεί. Κανένας εκτός από τον Φιλίπ. Του άρεσε τόσο να ακούει τις ιστορίες του παππού. Πέρναγε ώρες κοντά του, κρατώντας το χέρι του, γνωρίζοντας πως αυτό που ένοιωθε ήταν καθαρή και ανιδιοτελής αγάπη. Σε κάποια πράγματα έμοιαζαν, σε άλλα όχι. Ειδικά στο θέμα των γυναικών ο παππούς, αν και διασκεδαστικός ήταν κακός σύμβουλος! Πόσο μάλλον στο θέμα των χρημάτων... Μια Αυγουστιάτικη νύχτα ο παππούς έκλεισε τα μάτια για πάντα. Είχε φροντίσει όμως να αφήσει διαθήκη. Εξηγούσε σε αυτήν πως τελικά δεν είχε χάσει τίποτα, η περιουσία του αντιθέτως όλα αυτά τα χρόνια είχε μεγαλώσει. Για την ακρίβεια ήταν μυθική! Σκοπίμως είπε ψέματα στα παιδιά του, την κόρη και το γιο του. Ήθελε να δει ποιος θα έμενε στο πλευρό του μέχρι τέλους, χωρίς να αποσκοπεί στο κέρδος, στην κληρονομιά. Ο μόνος που το έκανε, εν αγνοία του, ήταν ο Φιλίπ. Αυτός έγινε και ο μοναδικός κληρονόμος. Σε αυτόν άφησε όλη του την περιουσία.

Το «La Notte» είναι η τρέλα του νεαρού. Όχι μια επιχείρηση από την οποία περιμένει να ζήσει. Πολλές από τις αντίκες που το διακοσμούν ήταν έπιπλα του παππού. Τα είχε κρύψει σε μια αποθήκη ο άτιμος. Στην είσοδο της brasserie, δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας, πορτραίτο του οικογενειακού ευεργέτη. Απεικονίζει τον παππού σε ηλικία 35 ετών, πλαισιωμένο από μια βαριά, χρυσή, σκαλιστή κορνίζα. Πάντα θυμάται τον Πιερ όταν μπαίνει μέσα και κοιτάζει την φιγούρα του στον τοίχο. Μετά, επικεντρώνεται στο μαγαζί . Στους καλλιτέχνες που πρέπει να δει.

Ο Φιλίπ αγαπάει ιδιαιτέρως την μουσική. Κάθε νύχτα φιλοξενεί στον χώρο του σπουδαστές της μουσικής ή απλούς καλλιτέχνες, που έτυχε να βρίσκονται στο Παρίσι και θέλουν να παρουσιάσουν το ταλέντο τους, ώστε να παρατείνουν την διαμονή τους στην πόλη του φωτός. Η μουσική που πλημμυρίζει το La Notte, εξαπλώνεται και σε όλη την λεωφόρο. Ήχοι από σαξόφωνα, τρομπέτες, κλασσικές κιθάρες και βιολιά προσελκύουν μυημένους γνώστες ή και τυχαίους περαστικούς. Όταν όλα τα σαλόνια γεμίζουν, ο κόσμος στέκει όρθιος, αποσβολωμένος να ακούει τους μουσικούς και να μαγεύεται από την μουσική τους.

To be continued...

Tuesday, 5 June 2007

Bonjour Pari! ..............1

ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΑΡΧΙΖΩ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΑΡΧΙΣΕΙ , ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ... ΘΑ ΟΔΗΓΗΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΑΖΙ... ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΝΟΙΚΟΥΝ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΜΟΥ. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΑΣΕΜΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΚΑΤΩ ΤΩΝ 18...(ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ)! ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!

Στο Παρίσι είναι πιο ανώδυνο να προσπαθήσεις να μιλήσεις γαλλικά, ακόμα και αν δεν γνωρίζεις παρά μόνο τα βασικά. Δεν έχει νόημα άλλη γλώσσα. Ιδιαιτέρως τα αγγλικά. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν στοιχειώδη ιστορική παιδεία. Τα αγγλικά πάλι, για μένα είναι η δεύτερη μητρική μου γλώσσα. Γαλλικά γνωρίζω ελάχιστα. Έχω όμως έμφυτο ταλέντο στην υποκριτική, ανεπιτήδευτο. Κάθε φορά που ταξιδεύω σε χώρες, όπου οι περισσότεροι δεν μιλάνε άνετα αγγλικά και εγώ δεν γνωρίζω την δική τους γλώσσα, υιοθετώ αρχικά την ντόπια προφορά. Την πγοφογά στα γαλλικά.

Βρέθηκα στο Παρίσι με αφορμή, ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Στο έτος που όφειλα να διδαχθώ ιστορία τέχνης. Έφτιαξα την βαλίτσα μου. Έβαλα μέσα της τα ρούχα που αγαπούσα πιο πολύ, εκείνη την εποχή. Ριγέ πουκάμισα, τζιν, απαλά πουλόβερ για το κρύο, δύο κουστούμια, ένα κοτλέ και ένα βαμβακερό, το μαύρο δερμάτινο παλτό και πολλά κασκόλ. Στο μυαλό μου, όλοι στο Παρίσι έπρεπε να φοράνε κασκόλ ή φουλάρια, χειμώνα – καλοκαίρι. Με φανταζόμουν στις γέφυρες του Σηκουάνα, με το παλτό να ανεμίζει και εγώ να φλερτάρω νόστιμες Γαλλιδούλες.

Η προσγείωση ωστόσο ήταν επιεικώς εκνευριστική. Χρειάστηκαν 2 ώρες για να φτάσω από το αεροδρόμιο έως το Παρίσι με Ταξί. Είχε πολύ κίνηση στην περιφερειακή λεωφόρο και ο Αχμέτ, ο οδηγός, παιδί μεταναστών, Συριακής καταγωγής δεν ήξερε καν αγγλικά, ώστε να περάσουμε την ώρα συνομιλώντας. Με τα λίγα γαλλικά που γνώριζα εγώ, έμαθα όσα έμαθα για αυτόν.

Μια δεύτερη απογοήτευση ένοιωσα όταν αντίκρισα για πρώτη φορά το ξενοδοχείο που θα έμενα τις επόμενες εβδομάδες. Μια τρυπούλα όλη και όλη, όχι και στο καλύτερο διαμέρισμα των Παρισίων. Φθαρμένη μοκέτα, πρόχειρη διακόσμηση, κλειστοφοβικό ασανσέρ. Όχι ότι ονειρευόμουν, μα ακριβώς ότι μπορούσε να διαθέσει ο πιστωτικός μου λογαριασμός. Έκανα τις συνεννοήσεις όπως – όπως και ανέβηκα από τις σκάλες, για να εξερευνήσω το δωμάτιο που θα γινόταν σπίτι μου για λίγο χρόνο.

Πριν προλάβω να δοκιμάσω το κλειδί στην πόρτα με τον αριθμό 7, μια άλλη άνοιξε. Άρωμα από γιασεμί και Ιλάνγκ- Ιλάνγκ εξαπλώθηκε αστραπιαία στον διάδρομο. Γαργάλισε την μύτη μου και έστρεψε όχι μόνο τα μάτια μου, αλλά υποσυνείδητα και το υπόλοιπο σώμα μου προς την κατεύθυνση από όπου αναδυόταν. Ήταν η πρώτη αίσθηση που μου αφύπνισε. Η όσφρηση. Σχεδόν αστραπιαία σαγηνεύτηκε και η όραση. Ένα πλάσμα, ανόμοιο με κάθε άλλο, από όσα έως εκείνη την στιγμή είχα ξαναδεί, με μάγεψε. Πρόλαβα να δω τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά της, το λευκό δέρμα της, τα ανάλαφρα ρούχα, που αναδείκνυαν το χυτό κορμί της. Νομίζω πως για ένα κλάσμα δευτερολέπτου είδα μια θάλασσα στα μάτια της και ασυναίσθητα κατάπια. Πριν προλάβω καν να γνέψω με το χέρι μου ένα υποτυπώδες «γεια», η οπτασία χάθηκε.

Η είσοδος στο δωμάτιο συνοδεύτηκε από ένα αίσθημα χαρμολύπης. Ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος και απόλυτα εξαρτημένος από την εικόνα της. Ένοιωθα πως πέρα από την όσφρηση και την όραση, ήθελα να ανιχνεύσω αυτό το πλάσμα με όλες μου τις αισθήσεις. Ήταν σαν να πήρα μια δόση ενός ισχυρού ναρκωτικού, από αυτά που σου αλλάζουν την διάθεση μέσα σε ένα λεπτό και σε κρατούν δέσμιο για πάντα.

Άφησα την βαλίτσα όπως – όπως και έτρεξα στο κατόπι της. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια τρία – τρία. Απορώ πως δεν τσακίστηκα. Διέσχισα τρέχοντας το λόμπι του ξενοδοχείου, ακολουθώντας σαν υπνωτισμένος το άρωμα. Αχ, αυτό το άρωμα. Ήταν παντού, κόλλαγε πάνω μου. Μα εκείνη, πουθενά. Βγήκα στον δρόμο τρελαμένος, μα όσο και αν την αναζητούσα με το βλέμμα μου, εκείνη δεν φαινόταν πουθενά.

Όλη η κούραση από το ταξίδι σαν να με βάρυνε ξαφνικά. Ένοιωσα την ανάγκη να καταρρεύσω. Χρειαζόμουν ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσω, μα δεν ήθελα να ξεκολλήσω την αίσθηση του αρώματος της από πάνω μου. Αυτή την φορά πήρα το ασανσέρ για να ανέβω. Άλλωστε εκεί μέσα χάθηκε αυτή, εκείνη την άτιμη, την φευγαλέα στιγμή, από τα μάτια μου. Μπαίνοντας μέσα του, έκανα βουτιά στην οσμή της.

Κλείνοντας την πόρτα του δωματίου πίσω μου, άρχισα να αφήνω ένα – ένα τα ρούχα μου να γλιστρήσουν στο πάτωμα. Έπεσα γυμνός στο κρεβάτι. Δεν σήκωσα καν τα σκεπάσματα. Την έφερα ξανά στο μυαλό μου, προσπαθώντας να συμπληρώσω με την φαντασία, όσα σε μια μόνο στιγμή δεν πρόλαβα να αποτυπώσω. Το αφεντικό εκεί κάτω, είχε από την πρώτη στιγμή που την είδαν τα μάτια μου, ξεσηκωθεί. Ο ερεθισμός μου ήταν ασύλληπτος. Ήταν η πρώτη φορά που τον έπαιξα και έχυσα για χάρη της.

To be continued...