Wednesday 14 March 2007

Η ΑΠΩΛΕΙΑ

Κρυώνω. Όταν κρυώνω, τα δόντια μου χτυπάνε. Μοιάζω με καρτούν. Δεν είχα αυτό το τικ από παιδί. Θυμάμαι πως το απέκτησα στα δεκαοκτώ. Την εποχή των μεγάλων αλλαγών, των επαναστάσεων, των αποφάσεων. Έκτοτε, κάθε φορά που αφήνω μια γλυκιά ζεστή θαλπωρή και νιώθω να με ανατριχιάζει ένα παγωμένο άγγιγμα ανέμου, τα δόντια μου χτυπάνε. Έως ότου νιώσω και πάλι ζεστασιά ή μια αληθινά θερμή ανθρώπινη αγκαλιά. Η αγκαλιά είναι εξάρτηση. Τουλάχιστον για μένα. Δεν μπορώ να ζήσω δίχως εκείνη. Πολλές φορές τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου και αγκαλιάζομαι. Ζεσταίνομαι. Φαντασιώνομαι. Τι φαντασιώνομαι; Τα πάντα. Ίσως περισσότερα από όσα χωράει μία και μόνη ζωή. Αλήθεια η κάθε ζωή μοιάζει τόσο μικρή. Ορισμένες μάλιστα είναι απλώς πολύ μικρές. Θυμάμαι όταν άρχισα να περπατάω έξω μόνη, ήμουν δεν ήμουν δέκα. Επέλεγα πάντοτε το μονοπάτι, που περνούσε μέσα από το νεκροταφείο. Ο χρόνος επέτρεπε να σταθώ και να κοιτάξω τα μνήματα. Άγγελος Αθανασίου 73 ετών. Ένας ώριμος άνδρας με γκρίζα μαλλιά και σκαλισμένο πρόσωπο. Δίπλα του η Άννα Αθανασίου 68 ετών. Μαζί στην ζωή, μαζί και μετά θάνατον. Ζευγάρι με κοινή πορεία και κοινή την τελευταία τους οικία. Με μια δεύτερη ανάγνωση, διάβαζα την χρονολογίες θανάτου. Εκείνος απεβίωσε, όπως συνηθίζουν να γράφουν στα μνήματα, το 1980. Εκείνη μόλις ένα χρόνο μετά. Άραγε δεν άντεξε την ζωή δίχως το ταίρι της; Προσπαθούσα να φανταστώ την ζωή τους. Άραγε έκαναν παιδιά; Έμεινε κάτι ζωντανό, από τον έρωτα τους; Είχαν τσακωθεί ποτέ; Είχαν απατήσει ο ένας τον άλλο; Πως άντεξαν μαζί έως το τέλος; Οι τάφοι ηλικιωμένων μπορεί να με προβλημάτιζαν, ωστόσο ποτέ δεν με μούδιαζαν. Μου άφηναν πάντοτε μια αίσθηση πληρότητας. Τουλάχιστον αυτοί, οι μεγάλοι, έζησαν μια ζωή πλήρη χρόνων. Σωστά ή λάθος, ήταν καθαρά θέμα επιλογών ή συγκυριών. Εκεί που στεκόμουν και πόναγε η ψυχή μου ήταν μπροστά στα μνήματα, όπου μέσα τους έκλειναν παιδιά ή νέους ανθρώπους. Στο μνήμα της Αλεξάνδρας είχε μια φωτογραφία της. Το πρόσωπο της έμοιαζε φτιαγμένο από πορσελάνη. Τόσο λαμπερό. Είχε τα μαλλιά της πλεγμένα σε δύο κοτσίδες. Ρουχαλάκια φρεσκοσιδερωμένα, περιποιημένα. Μάλλον ήταν από αυτές τις φωτογραφίες που βγάζουμε πριν πάμε στις σχολικές εορτές. Να τις κοιτάζουν οι γονείς. Να καμαρώνουν οι παππούδες. Τα μάτια της όμως έκρυβαν το μυστικό, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν. Ο κόσμος γύρω της, μου φάνηκε πως κατά βάθος, την πλήγωνε. Ίσως για αυτό οι άγγελοι να την πήραν κοντά τους τόσο σύντομα. Ετών εννέα. Στα μνήματα δεν γράφουν ποτέ την αιτία θανάτου. Αν δεν την γνωρίζεις από ανάγκη, απομένεις να αναρωτιέσαι. Από τι; Γιατί; Γιατί δεν έζησε αυτό το κορίτσι; Γιατί δεν σπούδασε; Γιατί δεν δημιούργησε; Γιατί δεν ερωτεύτηκε; Γιατί δεν άκουσε γλυκόλογα από τον εραστή της; Γιατί δεν έκανε ποτέ έρωτα; Γιατί δεν πρόλαβε να κάνει τα δικά της παιδιά; Οι ερωτήσεις παραμένουν μετέωρες και καθώς τα βήματα σε οδηγούν μπροστά στο επόμενο μνήμα, οι παλιές απορίες αχνοσβήνουν και νέες γεννώνται. Ο κάθε άνθρωπος μου φαίνεται πως τελικά ζει λίγο. Αλλά ζει την δική του μοναδική ζωή. Από την πρώτη αναπνοή, την πρώτη σπαρακτική κραυγή, την πρώτη λέξη, το πρώτο χαμόγελο, το πρώτο χτύπημα, το πρώτο κλάμα, την πρώτη επιτυχία, την πρώτη αποτυχία, την πρώτη αγάπη, έως το τέλος της ζωής του. Για κάθε έναν από εμάς και για όλους όσους τυχαία προσπερνάμε στον δρόμο, η ζωή είναι μοναδική. Είμαστε όλοι πρωταγωνιστές στην δική μας ταινία. Κρυώνω και σήμερα. Τα δόντια μου δεν σταματάνε να χτυπάνε. Μαζί τους και η καρδιά μου. Νιώθω αμήχανα και προσπαθώ να το κρύψω. Είμαι πάλι εδώ, σε νεκροταφείο. Αυτή την φορά, όχι για να φιλοσοφήσω περί ζωής και θανάτου, αλλά για να αποχαιρετήσω κάποια που γνώριζα. Έναν μεγάλο έρωτα. Ίσως τον μεγαλύτερο. Δεν είμαι μόνο εγώ στο πλευρό της ακόμα και τώρα. Για όλους μας εκείνη ήταν μοναδική. Οι καμπάνες χτυπούν, ακούγονται ψαλμοί, μυρίζει λιβάνι. Κάνει κρύο. Ο ουρανός είναι τόσο σκοτεινός. Θαρρείς πως θα βρέξει. Πως θα κλάψει για τον θάνατό αυτό, ακόμα και ο ίδιος ο Θεός. Κοιτάζω γύρω μου. Αντικρίζω πρόσωπα θλιμμένα, χαμένα στις δικές τους σκέψεις. Χρειάζομαι μια αγκαλιά, να με ζεστάνει. Χώνω τα χέρια μου βαθιά στις τσέπες του δερμάτινου παλτό. Τόσο μαύρο, όσο και η διάθεση τριγύρω. Η δική μου και των άλλων. Πονάω. Εύχομαι να τελειώσει σύντομα το μυστήριο. Να αναπαυθεί επιτέλους και αυτή και εμείς. Εμείς! Τι αστείο αλήθεια. Εμείς που την αποχαιρετάμε, έχουμε περισσότερα κοινά από όσα γνωρίζουμε... και κρύβουμε στην ψυχή μας, ακόμα περισσότερα μυστικά. Ο μόνος πραγματικά απών, σε μια κηδεία, είναι αυτός για τον οποίο θρηνούμε.

3 comments:

alekos markellos said...

Εύχομαι πάντα η μαγική ύλη απο τα οποία είναι φτιαγμένα τα όνειρά σου να σου δίνει ενέργεια ζωής.
Ενα!

χλωροφύλλη said...

Καλορίζικο το μπλογκ! Και πολύ ωραίο το κείμενο.

Αρκούρης said...

θα γελάσεις με το πως σε ανακάλυψα, αλλά χαίρομαι που συνέβη! Επίσης, τα κείμενα σου και οι ιστορίες σου είναι πολύ όμορφες! Γράφεις ωραία και μου αρέσει. θα προσπαθήσω να διαβάσω όσα πιο πολλά μπορώ...

καλό γράψιμο και καλή βδομάδα!