Η ΔΙΑΘΗΚΗ
20 Φεβρουαρίου 2007. Ώρα 21.30.
Το τηλέφωνο στο σπίτι χτυπάει. Ήταν ο παπούς. Μπορέι να μην ήταν παπούς εξ αίματος, όμως ήταν ο μοναδικός παπούς ακόμα εν ζωή. Είχε παντρευτεί την πολυαγαπημένη μου γιαγιά. Στον γάμο τους ήμουν μόνο δύο ετών, μας μεγάλωσαν μαζί με τους γονείς μας από παιδιά.
Το τηλεφώνημα ήταν από τα καθημερινά. Ενδιαφέρθηκε για το αν είμαστε καλά και πρότεινε να βρεθούμε για ένα κρασάκι στο τέλος της εβδομάδας, σε ένα καινούργιο ταβερνάκι που είχε ανοίξει στην γειτονιά. Συμφωνήσαμε μετά χαράς και κλείσαμε το ραντεβού για Παρασκευή. Ήταν Τρίτη βράδυ. Πριν κλείσει το τηλέφωνο είπε: «Να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ. Ειδικά εσάς, σας αγαπώ πολύ. Πάρα πολύ».
Ήταν περίεργος άνθρωπος ο παππούς. Είχε γίνει ιδιαίτερα μοναχικός, μετά τον θάνατο της γιαγιάς. Είχε επιλέξει ο ίδιος να αποτραβηχτεί. Σαν να του θυμίζαμε όλοι μας, την χαμένη του αγάπη, την γιαγιά. Τον αγαπούσαμε όμως και το ήξερε, όπως και εγώ ένοιωθα πάντα μια βαθιά αγάπη από εκείνον στην καρδιά.
Όταν έμεινε χήρος, περιέθαλψε έναν αλβανό εργάτη. Είχε αναλάβει κάτι εργασίες ανακαίνισης στο σπίτι για λογαριασμό του παππού. Κάτι η δακρύβρεχτη ιστορία ξεριζωμού του ξένου, κάτι η ευαισθησία και η μοναξιά του παππού, οι δύο άνδρες δέθηκαν. Ο παππούς ανάλαβε την βάφτιση και τον εκχριστιανισμό του. Εκείνος τις καθημερινές εργασίες. Σύντομα, με την βοήθεια του παππού, όλη η οικογένεια του ξενιτεμένου ανθρώπου, ήρθε στην Ελλάδα. Τους βοήθησε με τα διαδικαστικά, τους έδωσε σπίτι να μείνουν, βάφτισε όλη την οικογένεια και μάλιστα το αγόρι τους, πήρε το όνομά του.
Τα χρόνια που πέρασαν βλεπόμασταν με τον παππού. Όχι όμως συχνά. Η αλήθεια είναι ότι αθέτησα την υπόσχεση που έδωσα στο αυτί της νεκρής γιαγιάς μου, πως εγώ η ίδια θα τον πρόσεχα. Ο παππούς δεν έμοιαζε άλλωστε να έχει ανάγκη κανέναν. Εγώ είχα οικογένεια, δουλειά και επιπλέον σπουδές στο πανεπιστήμιο. Ήταν αδύνατον να τον βλέπω καθημερινά. Σε κάθε επαφή μας όμως, ένιωθα την αγάπη που μας συνέδεε προσωπικά. Μπορεί να μην ήταν καθημερινές οι συναντήσεις μας, ήθελα να πιστεύω όμως πως, ήταν ουσιαστικές. Δεν θα ξεχάσω το πρόσφατο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Τον ρώτησα τι ήθελε να του φέρουμε και ζήτησε ένα μπαγλαμαδάκι. Μόνο που οι μπαγλαμάδες είναι καθώς συνειδητοποίησα ελληνικοί. Δεν εξηγείτε αλλιώς το πως ενώ φάγαμε με τον καλό μου όλη την Κωνσταντινούπολη για να βρούμε, δεν τα καταφέραμε. Αντ΄αυτού του πήραμε κάτι παρεμφερές, μεταξύ τζουρά και μπαγλαμά, χειροποίητο, κουκλί. Τον μεταφέραμε, με προσοχή σε όλο το ταξίδι, με το τραίνο και του τον δώσαμε με πολύ χαρά και ζεστασιά. Ήταν η τελευταία φορά.
Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου. Ώρα 8.30 το πρωί. Ο «υιός» του όπως τρυφερά αποκαλούσε τον προστατευόμενο του, μας πήρε ξαφνικά τηλέφωνο. Eίχε βρει το παππού νεκρό στην μπανιέρα. Λίγες ώρες μετά το τελευταίο μας τηλεφώνημα. Με σφιγμένη καρδιά, πήγαμε εκεί και αναλάβαμε όλα τα διαδικαστικά. Κυρίως την μεταφορά του στο χωρίο, για να ταφεί δίπλα στην γιαγιά. Είχαν πεθάνει την ίδια ακριβώς ημέρα, 21 Φεβρουαρίου, με 9 χρόνια διαφορά. Ίσως η καρδιά του να λύγισε στην ανάμνηση της απώλειας. Έφυγε γρήγορα και ανώδυνα, από έμφραγμα. Να την συναντήσει, να μείνει πια για πάντα κοντά της.
Το τρελό με τους νόμους, είναι πως δεν αναγνωρίζουν τους δεσμούς ζωής. Μόνο τους δεσμούς αίματος. Ο παππούς δεν είχε άλλη οικογένεια. Μόνο κάτι μακρινές ξαδέρφες. Τις οποίες δεν ξέραμε ούτε πως να αναζητήσουμε, ούτε το όνομά τους. Ξαφνικά, ούτε εμείς, ούτε η προστατευόμενη οικογένεια είχαμε δικαίωμα να μπούμε στο σπίτι του. Ούτε για να βρούμε τα τυπικά έγγραφα. Η οικία σφραγίστηκε από την αστυνομία και τα κλειδιά παραδόθηκαν. Περιμένοντας έως και σήμερα τους νόμιμους κληρονόμους να την ανοίξουν.
Όταν ζούσε, όσες φορές και αν είχε προσπαθήσει να ανοίξει κουβέντα περί κληρονομιάς ο παππούς, τον έκοβα. Αφενός δεν άντεχα την σκέψη, ότι θα πεθάνει, την έβρισκα μακάβρια. Αφετέρου δεν ήθελα ούτε για μια στιγμή να πιστέψει, πως του πουλάω αγάπη για να τον κληρονομήσω. Κάπου εκεί το θέμα έκλεινε. Ο θάνατός του όμως ήρθε νωρίς. Νόμιμη κληρονόμος βάση του νόμου δεν ήμουν. Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος από την πλευρά της γιαγιάς. Εάν δεν υπήρχε διαθήκη, το βιος του παππού θα πήγαινε αυτόματα στις δύο μακρινές ξαδέρφες από το πουθενά. Και καλά εμείς. Εμείς έχουμε εξασφαλισμένη κάπως την ζωή μας. Ο «υιός» και η οικογένεια του εξ Αλβανίας, πως θα παρέμενε στο σπίτι, που του είχε παραχωρήσει ο παππούς; Από το μυαλό μου δεν έφευγε η σκέψη, πως ο παππούς σίγουρα θα είχε κάνει διαθήκη. Θα ήθελε να εξασφαλίσει την οικογένεια αυτή.
Που να ήταν όμως η διαθήκη; Στο σπίτι δεν μπορούσε να μπει κανείς για να την αναζητήσει. Ίσως σε κάποιο συμβολαιογράφο. Απευθύνθηκα στον συμβολαιογραφικό σύλλογο Αθηνών, όπως προβλέπεται για κάθε αναζήτηση διαθήκης στο λεκανοπέδιο. Αυτοί στέλνουν εγκύκλιο σε όλα τα συμβολαιογραφεία και μέσα σε τρεις μήνες, το αργότερο σου απαντούν θετικά ή αρνητικά. Οι μήνες πέρασαν, μα η διαθήκη δεν βρέθηκε. Στο μεταξύ εμφανίστηκαν οι ξαδέρφες από το πουθενά. Συγκλονισμένες από τον χαμό, αλλά και έτοιμες να κληρονομήσουν την όποια περιουσία. Στο άκουσμα και μόνο την ύπαρξης του «αλβανού» αντέδρασαν αρνητικά, προδίδοντας την διάθεση να τον αποπέμψουν και αυτόν και την οικογένεια του. Όσο για μας, τόνιζαν απλά πως δεν έχουμε κανένα κληρονομικό δικαίωμα. Κατά αυτές μάλιστα, κακώς τον αποκαλούσα παππού διαρκώς. Λες και το κληρονομικό δικαίωμα, ορίζει τις σχέσεις ψυχής μεταξύ των ανθρώπων.
Εκεί που όλα έμοιαζαν τελεσίδικα, ένας δικηγόρος εμφανίστηκε και ενημέρωσε τον «υιό» πως έχει μια διαθήκη, από τον παππού. Με αυτήν αφήνει ότι έχει και δεν έχει σε εκείνον, τον «υιό» και τα δύο του παιδιά. Σπίτια, οικόπεδα, τα πάντα. Ούτε μικρή περιουσία, ούτε ευκαταφρόνητη. Μεγαλύτερη μάλιστα από όση γνωρίζαμε, πως υπάρχει.
Δεν ξέρω τι νοιώθω, αλήθεια. Ανακούφιση από την μια διότι ότι αυτή η οικογένεια δεν θα βρεθεί στον δρόμο. Από την άλλη, μια πίκρα. Δεν περίμενα από τον παππού τίποτα, του το είχα ξεκαθαρίσει. Αλλά αυτό το τίποτα με πόνεσε. Με πονάει. Ας έχει. Αυτή ήταν η επιθυμία του.
Αύριο ανοίγει - κατατίθεται η διαθήκη. Δεν έχω το κουράγιο να πάω καν. Στο μυαλό μου γυρίζουν οι τελευταίες του λέξεις. «Να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ. Ειδικά εσάς, σας αγαπώ πολύ. Πάρα πολύ». Ο πληθυντικός αφορούσε εμένα, τον άντρα μου και το παιδί μας. Τί να πω; Ας πω πως δεν παύουμε να είμαστε τυχεροί, γιατί όσο ζούσε είχαμε και τώρα που δεν ζει πια....κληρονομήσαμε την αγάπη του!
9 comments:
Πολυ ωραια ιστορία ζωής με''άγρια ομορφιά''. Γέλασα ειρωνικα που διάβασα για τις ξαδέρφες "κοράκια" που ήρθαν απο πουθενα να αρπάξουν την λεία και πρίν ήταν στο πουθενα ελεος!. Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι , μηπως όμως πρέπει να πας στο ''άνοιγμα'' ισως θα το ήθελε και ο ιδιος. Ο παππούς σου είχε πλούτη στην καρδιά... και ένα εξωτερικό χρυσό εσένα που βλεπεις την αγαπη παντου. Κουράγιο!!...
Αληθινή, καθημερινή ιστορία. Δε σε (την) αδικώ. Με τα λόγια όλοι αγαπούμε...και δεδομένου ότι η περιουσία ήταν περισσότερο από καλή, δικαιολογημένα περίμενε μια υποψία ένδειξης αυτής της αγάπη του.
Εδώ γονείς και συμπεριφέρονται έτσι
Αληθινή, καθημερινή, πικραμένη ιστορία... που αφήνει μιαν απογοήτευση, ένα κενό...
Γλαρένιες αγκαλιες
Καλημέρα σας.
Αυτό το κείμενο το έγραψα, περισσότερο για να το βγάλω από μέσα μου. Ίσως και γιατί από τα παθήματα ενός, κάποιος άλλος μπορεί να διδαχτεί.
Χτες βράδυ όταν με ρώτησε ο γιος μου γιατί μας "ξέχασε" ο παππούς δεν είχα τι να του απαντήσω.
Δεν το πίστευε και είναι μόνο 12 χρονών. Άρα τα όσα είχε ζήσει μαζί του, ατελείωτες ώρες θαλάσσιων μπάνιων με μάσκα, τα καλοκαίρια, ήταν σαφώς λιγότερα από ότι είχαμε ζήσει οι μεγαλύτεροι.
Αν απαντούσα αυθόρμητα, θα του έλεγα "φαίνεται πως τελικά, δεν μας αγαπούσε τόσο πολύ". Δεν είναι σωστό όμως.
Το θέμα αφορά και έναν άλλο πολύ ισχυρό δεσμό. Τον πνευματικό. Ο Νονός ή η Νονά αποτελούν πνευματικούς γονείς. Αντίστοιχα, τα βαφτιστήρια είναι πνευματικά παιδιά. Καλώς ή κακώς ότι και αν έχεις ζήσει μια ζωή, τα τελευταία χρόνια είναι τα πλέον καθοριστικά. Εκείνοι ήταν κάθε μέρα δίπλα του, τελευταία. Εκείνοι στα μάτια του είχαν περισσότερη ανάγκη.
Η επιθυμία του είναι κατανοητή και απολύτως σεβαστή.
Ειλικρινά, λέω πάλι καλά. Που μας πήρε ένα τηλέφωνο εκείνο το βράδυ. Σας να ήξερε, πως αργά ή γρήγορα θα χρειαζόμουν αυτή την "υποψία" της αγάπης του.
Και να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, τολμώντας να σχολιάσω σε κάτι που είναι ο δικός σου παππούς κι όχι κάποιος περαστικός...
Στο σόι μας βρέθηκαν κάποια στιγμή πλαστές διαθήκες. Ευτυχώς βρέθηκαν και οι κανονικές, οι νόμιμες. Αλλά από καθαρή τύχη. Ετσι και δεν, θα περνούσαν ορισμένοι του σογιού από την ίδια φάση, θα έμεναν με την απορία...
Σίγουρα δεν είναι για τα υλικά, σιγά, αυτά μένουν, εμείς φεύγουμε... Αυτό το γαμώτο όμως ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να το καταπιεί κανείς...
Και πάλι, να σου πω ότι θαυμάζω την ψυχραιμία σου, εμένα τέτοια κίνηση όσο κι αν με συγκινούσε, στο τέλος ξέρω ότι θα με πίκραινε πάρα πολύ- θα μου ήταν πιο εύκολο να ηρεμήσω αν δε με ειδοποιούσε ποτέ, θα έλεγα ορίστε, μας ξέγραψε και τελείωσε...
Τι σου λέω όμως, λαδι στη φωτιά...
Τεσπα, με πολύ καλή πρόθεση στα λέω... Ενώ τώρα θα σου πω κατι με .... κακή: αν κάτσει η φάση, βάλε καμμιά τρικλοποδιά στα κοράκια... Εκεί να δεις πώς τα παιρνω εγώ!!! Γκρρρ!
Αγαπημένη μου ΘΕΑ!
Μην νομίζεις πέρασα από διάφορα ψυχο-λογικά και ψυχο-παράλογα στάδια μέχρι να γράψω το κείμενο και να ηρεμήσω.
Εννοείται πως θα ερευνήσω το αν η διαθήκη είναι πλαστή. Από ότι έμαθα είναι χειρόγραφη. Μόλις μου δώσουν το αντίγραφο, θα γίνει check.
Όπως και να έχει πάντως εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία στην ύλη. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να διασώσω τα γραπτά κείμενα του παππού και της γιαγιάς. Ήταν και οι δύο πολύ φιλοσοφημένοι άνθρωποι και εκφραζόντουσαν γραπτώς. Με κείμενα και ποιήματα. Πιστεύω σε αυτά και θεωρώ ηθική μου υποχρέωση να τα δημοσιεύσω σε αυτό ή κάποιο άλλο blog αφιερωμένο σε εκείνους.
Αυτή για μένα είναι η μεγαλύτερη και πιο προσωπική κληρονομιά. Από ότι βολιδοσκόπησα, δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλον.
Τα κοράκια οι ξαδέλφες πάντως έσπευσαν να αναρωτηθούν, μήπως τον "έφαγε" ο "αλβανός" για να τον κληρονομήσει.
Άργησαν. Την περίμενα αυτή την αντίδραση και είχα προνοήσει να πάει η σωρός σε ιατροδικαστή για εξέταση. Ήταν έμφραγμα.
Όλα τα άλλα είναι πλέον σενάρια...και ως γνωστόν η ζωή γράφει τα καλύτερα!
Αγαπητή... συνέδελφε,
(Οπως βλέπεις και από την γενειάδα μου είμαι ένας αρσενικός από την Σιβηρία...)
Αχ αυτή η ιστορία με τις διαθήκες...
Ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι γνήσιες και πότε "στημένες" εκ των υστέρων. Ακόμα και με "συνεργασία" δικηγόρων...
Σε αυτές τις περιπτώσεις χάνουν οι ευγενείς και οι υπεράνω... και κερδίζουν οι αδίστακτοι!
Οι άνθρωποι θα έπρεπε να φροντίζουν για την διαθήκη τους και να το κάνουν επίσημα σε τρόπο που να είναι πλήρως πειστική και αναμφισβήτητη η γνησιότητά τους, με αναγνωρίσιμες υπογραφές και αξιόπιστους μάρτυρες, μέσω συμβολαιογράφου.
Ιδίως στην περίπτωση που δεν υπάρχουν φυσικοί απόγονοι όπως παιδιά σύζυγοι κ.λ.π.
Δεν λέω πως είναι τέτοια η συγκεκριμμένη περίπτωση.
Το να "βρεί" όμως (εκ των υστέρων)κάποιος μια χειρόγραφη διαθήκη, που κατά διαβολική σύμπτωση ευνοεί τον ίδιο, η να κάνει μια "συμφωνία" με έναν δικηγόρο δεν είναι δύσκολο.
Από τους απλούστερους τρόπους εύκολου πλουτισμού...
dion αρσενικέ, καλώς ήρθες στην ζούγκλα μου.
Συμφωνώ απόλυτα. Είναι περιττό να πω, πόσοι και πόσες με προέτρεψαν και μένα να κάνω μια πλαστή. Δεν ρισκάρω όμως την αξιοπρέπεια μου ούτε για σπίτια, ούτε για οικόπεδα.
Αυτοί που συνήθως κάνουν τέτοιες λαμογιές είναι αποτυχημένοι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι, στην δύση της καριέρας τους, όπου με αντάλλαγμα ένα οικοπεδάκι, κάνουν και κωλοτούμπες.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι πιθανότητες να είναι έγκυρη είναι πάνω από 90%. Όταν δημοσιευθεί στο αρχείο διαθηκών, θα την στείλω σε ειδικό δικαστικό γραφολόγο, έτσι για να μην υπάρχουν αμφιβολίες.
Το καλύτερο πάντως είναι ο καθένας από εμάς να αφήνει ότι έχει, σε όποιον ή όποιους το επιθυμεί, όσο είναι ακόμα εν ζωή. Με την μέθοδο της κυριότητας και της επικαρπίας.
Έτσι και στον δρόμο δεν μένει, αν αυτό φοβάται και οι κληρονόμοι είναι εκ των προτέρων ενήμεροι.
Το κυριότερο.. να μην αφήνει τους κληρονόμους μετά τον θάνατό του, έρμαια της εφορίας, η οποία εδώ που τα λέμε είναι το μεγαλύτερο κοράκι όλων!
Αγαπητή σπιτόγατα,
καταννοώ πλήρως την "απογοήτευσή" σου αλλά όπως λες ο καθένας έχει δικαίωμα να αφήσει σε όποιον θέλει τα υπάρχοντά του. Δεν νομίζω οτι αυτό θα πει οτι σας αγάπησε λιγότερο. Ισως είναι οτι ορισμένοι άνθρωποι τείνουν πάνω απ' όλα να βοηθούν τους πιο αδύναμους.
Φιλιά.
Χλωροφυλλάκι μου, το έπιασες το νόημα."Ισως είναι οτι ορισμένοι άνθρωποι τείνουν πάνω απ' όλα να βοηθούν τους πιο αδύναμους".
Ακριβώς αυτό είναι. Έτσι ήταν ο παππούς. Αυτό πιστεύω πως σκέφτηκε.
Να είσαι πάντα καλά.
Post a Comment